πολίω

πολίω
πόλιον
hulwort
neut nom/voc/acc dual
πόλιον
hulwort
neut gen sg (doric aeolic)
πολέω
go about
pres subj act 1st sg (doric)
πολέω
go about
pres ind act 1st sg (doric)
πολιόω
turn grey
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
πολιόω
turn grey
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολιώ — όω, Α [πολιός] κάνω κάποιον ή κάτι πολιό, ψαρό, γκρίζο («πρῶτον πολιοῡνται οἱ κρόταφοι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πολιῶ — πολίζω build a city fut ind act 1st sg (attic epic doric) πολιάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πολιός grey masc/neut gen sg (doric aeolic) πολιός grey masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) πολιόω turn grey pres subj act 1st sg πολιόω turn… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιῷ — πολιάζω fut opt act 3rd sg πολιός grey masc/neut dat sg πολιός grey masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιώ — πολιός grey masc/neut nom/voc/acc dual πολιός grey masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίῳ — πόλιον hulwort neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιῶι — πολιῷ , πολιάζω fut opt act 3rd sg πολιῷ , πολιός grey masc/neut dat sg πολιῷ , πολιός grey masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πολίωμα — τὸ, Μ [πολιῶ / οῡμαι] η απόκτηση πολιού τριχώματος, το να γίνει κάποιος ψαρομάλλης …   Dictionary of Greek

  • πολίωση — η / πολίωσις, ώσεως, ΝΑ [πολιῶ / οῡμαι] η λεύκανση τών τριχών τού κεφαλιού και τού σώματος αρχ. (κατά τον Γαλ.) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας» …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”